συνημερούμαι

συνημερούμαι
-όομαι, Α
(για τη γη) καθαρίζομαι με την καλλιέργεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἡμερῶ «καλλιεργώ, ημερεύω, εκπολιτίζω» (< ἥμερος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”